ἀραιότης

ἀραιότης
ἀραιό-της, ητος, ,
A looseness of substance, porousness, rarity, opp. πυκνότης, Hp.Aph. 5.63, al., Arist.Pr.869b30: pl., Id.Ph.260b10, Epicur.Ep.2p.49U., Placit.3.12.1;

τῶν πόρων Arist.Aud.802a24

; opp. πύκνωσις, Plu.Fr.inc. 149.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀραιότης — looseness of substance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοτήτων — ἀραιότης looseness of substance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότησι — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότησιν — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητα — ἀραιότης looseness of substance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητας — ἀραιότης looseness of substance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητες — ἀραιότης looseness of substance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητι — ἀραιότης looseness of substance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητος — ἀραιότης looseness of substance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα …   Dictionary of Greek

  • φοργάνη — ή φοργόνη Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀραιότης» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”